- εξουσιαστικός
- -ή, -ό (AM ἐξουσιαστικός, -ή, -όν)αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξουσία («εξουσιαστική, δεσποτική συμπεριφορά», «εξουσιαστικός λόγος»)μσν.- νεοελλ.1. εκείνος που έχει ισχύ, ο έγκυρος2. αυτός που βρίσκεται στην εξουσία ή ανήκει στην κυριότητα κάποιουαρχ.-μσν.1. αυτεξούσιος, αυτοκυρίαρχος2. φρ. «ῥήματα ἐξουσιαστικά» — τα ρήματα που σημαίνουν εξουσία, αρχή (ἄρχω, κυριεύω, ἐξουσιάζω κ.λπ.).επίρρ...ἐξουσιαστικῶςα) (AM) με το δικαίωμα που παρέχει η νόμιμη εξουσία, έγκυραβ) (Μ) αυθαίρετα.
Dictionary of Greek. 2013.